Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

κάποια φορά

  • 1 некогда

    I некогда Ι (нет времени): мне \некогда δεν έχω καιρό II некогда II (когда-то) κάποτε, κάποια φορά, μια φορά κι ένα καιρό
    * * *
    I

    мне не́когда — δεν έχω καιρό

    II
    ( когда-то) κάποτε, κάποια φορά, μια φορά κι ένα καιρό

    Русско-греческий словарь > некогда

  • 2 однажды

    однажды 1) μια φορά 2) (когда-то) μια μέρα, κάποια φορά, κάποτε
    * * *
    2) ( когда-то) μια μέρα, κάποια φορά, κάποτε

    Русско-греческий словарь > однажды

  • 3 раз

    -а, πλθ. разы, раз α.
    1. φορά•

    один -μια φορά•

    два -а δυό φορές•

    пять раз (πλ θ.) πέντε φορές•

    много раз πολλές φορές•

    всякий раз κάθε φορά•

    не раз όχι μια φορά (επανειλημμένα)•

    иной (другой) раз άλλη φορά•

    раз навсегда μια για πάντα•

    ни -у ούτε μια φορά•

    в последний раз (για) τελευταία φορά•

    в тот раз εκείνη τη φορά• раз - другой μερικές φορές•

    раз за -ом αλλεπάλληλα•

    раз на раз не приходится το ίδιο πράγμα δεν επαναλαβαίνεται ακριβώς•

    ещё раз ακόμα μια φορά•

    раз от -у από περίπτωση σε περίπτωση.

    2. (αριθμητικό)• ένας, μία, ένα•

    раз, два, три... ένα, δύο, τρία...

    εκφρ.
    раз-два и готово – ένα-δυό και έτοιμο, στο άψε-σβήσε, στο πι και στο φι•
    в самый раз – α) στον πιο κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη ώρα ή στιγμή, β) ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα, απούντο•
    ни -у не... – ούτε μια φορά δεν...• дать -а (απλ.) χτυπώ.
    ως κατηγ. με σημ. ξαφνικά, απότομα ή απροσδόκητα: μπαμ, παφ, φραπ, φριστ κ.τ.τ.
    επίρ.
    μια φορά, κάποια φορά, κάποτε, μια μέρα•

    раз он приходит ко мне и говорит μια φορά αυτός έρχεται σε μένα και λέει•

    раз был со мной такой случай μου έτυχε κάποτε τέτοια περίπτωση.

    σύνδ. υποθετικός• αν, εάν, άμα, μια και•

    раз не знаешь, ни говори άμα δεν ξέρεις, μή μιλάς.

    εκφρ.
    раз что...παλ. βλ. раз.

    Большой русско-греческий словарь > раз

  • 4 раз

    раз I
    м
    1. ἡ φορά:
    всякий \раз κάθε φορά· не \раз πολλες φορές· несколько \раз μερικές φορές· в другой \раз ἀλλη φορά· \раз навсегда μιά γιά πάντα, μιά καί καλή, ἄπαξ διά παντός· еще \раз ἄλλη μιά φορά· на этот \раз αὐτή τή φορά· иио́й \раз καμιά φορά, ἐνίοτε· всякий \раз, когда... κάθε φορά πού..., ὁσάκις· оди́н \раз, как-то \раз κάποια φορά· ни \разу οὔτε μιά φορά· с первого \раза а) ἀπ' τήν πρώτη φόρἀ, ἀπ· τήν πρώτη στιγμή, б) μονομιδς (сразу)· \раз в год μιά φορά τό χρόνο, ἄπαξ τοῦ ἔτους· \раз так, а \раз так, \раз на \раз не приходится πότε ἐτσι καί πότε ἀλλοιώς, ἀλλοτε... ἀλλοτε...·
    2. (при счете) ἕνας, μία, ἕνα- ◊ как \раз ἀκριβῶς· в самый \раз разг а) (впору) πάνω στήν ὠρα· б) (вовремя) ἔγκαιρα, ἐγκαίρως· вот тебе (и) \раз! разг νάτα μας!
    раз II
    нареч (однажды) κάποτε, μιά[ν] φορά[ν].
    раз III
    союз (если) ἀφοῦ, μιά καί...:
    \раз он идет в театр, я тоже пойду́ μιά καί πάει αὐτός στό θέατρο θά πάω κι ἐγώ· \раз так, то... μιά κι· εἶναι ἔτσι, τότε...· \раз дело обстоит так, то нечего и говорить μιά καί εἶναι ἔτσι τά πράγματα, τότε δέν γίνεται συζήτηση.

    Русско-новогреческий словарь > раз

  • 5 когда-то

    когда-то прошлом) κάποτε, κάποια φορά
    * * *
    ( в прошлом) κάποτε, κάποια φορά

    Русско-греческий словарь > когда-то

  • 6 единожды

    επίρ. παλ. μια φορά, άπαξ. || κάποτε, κάποια φορά.

    Большой русско-греческий словарь > единожды

См. также в других словарях:

  • φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς …   Dictionary of Greek

  • κάποτε — (Μ κάποτε και ὁκάποτε και ὁκάποτες) (χρον. επίρρ.) 1. ορισμένη στιγμή στο παρελθόν, κάποια φορά, μια φορά («κάποτε πρέπει να είχαμε συναντηθεί») 2. (συν. διπλασιαζόμενο) καμιά φορά, πότε πότε («κάποτε κάποτε περνάει από εδώ») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κάποτε — χρον. επίρρ. 1. κάποια φορά, μια φορά κι έναν καιρό: Κάποτε γνωριστήκαμε μ αυτόν. 2. καμιά φορά, σε μερικές περιστάσεις: Κάποτε κάποτε πάω και τον βλέπω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»